- εὐήροτος
- εὐήροτος, ον, ([etym.] ἀρόω)A easy to cultivate,
πεδίον Str.9.4.5
(s.v.l.), cf. Poll.1.227: irreg. [comp] Sup.εὐηρότατον Hsch.
(glossed by εὔδιον), Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδίον Str.9.4.5
(s.v.l.), cf. Poll.1.227: irreg. [comp] Sup.εὐηρότατον Hsch.
(glossed by εὔδιον), Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευήροτος — εὐήροτος, ον (Α) 1. αυτός που καλλιεργείται εύκολα («εὐήροτον πεδίον») 2. ο καλλιεργημένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αροτός «που μπορεί να οργωθεί» (< αρώ «οργώνω»). Το η λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
εὐήροτος — easy to cultivate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήροτον — εὐήροτος easy to cultivate masc/fem acc sg εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήροτα — εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)